Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ξεβρομίζω [ksevromízo] -ομαι Ρ2.1 : ANT βρομίζω. 1. καθαρίζω κπ. ή κτ. από υπερβολική βρομιά: Ξεβρόμισα τα ρούχα / το δωμάτιο. Πλύσου να ξεβρομιστείς. || (μτφ., προφ.): Nα μου αδειάσεις τη γωνιά, να ξεβρομίσει ο τόπος!, για πρόσωπο ανεπιθύμητο λόγω του αισχρού χαρακτήρα του. 2. απαλλάσσω κτ. από μια δυσάρεστη μυρωδιά: Άνοιξε το παράθυρο να ξεβρομίσει το δωμάτιο από την τσιγαρίλα.
[ξε- βρομίζω]