Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μοσχάρι
2 εγγραφές [1 - 2]
μοσχάρι το [mosxári] Ο44 : 1α. το μικρό της αγελάδας πριν συμπληρώσει τα δύο χρόνια: Aγελάδα που θηλάζει το ~ της. (γνωμ.) ο ύπνος* τρέφει το παιδί κι ο ήλιος τοβ. το κρέας του μοσχαριού: ~ ψητό / κοκκινιστό. ~ με πατάτες. Aκρίβυνε πάλι το ~. 2. (μτφ.) α. για χοντρό άνθρωπο: Πάχυνε κι έγινε ~. β. για άνθρωπο άκακο ή βλάκα. γ. για άνθρωπο αγε νή, χωρίς τρόπους: Mε πάτησε το ~ και ούτε συγγνώμη δε ζήτησε. μοσχαράκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. επίδρ. στο μοσκάρι]

μοσχαρίσιος -α -ο [mosxarísxos] Ε4 : που προέρχεται από μοσχάρι: Mοσχαρίσιο κρέας. ~ κιμάς. Mοσχαρίσιες μπριζόλες.

[μοσχάρ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες