Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: μαγκάνι
1 εγγραφή
μαγκάνι το [maŋgáni] Ο44 & μάγκανο το [máŋgano] Ο41 & μάγκανος ο [máŋganos] Ο20 : απλό μηχάνημα που λειτουργεί με τη δύναμη του ανθρώπου ή ζώων και χρησιμοποιείται για μετακίνηση ή σύσφιξη αντικειμένων: Tο ~ του πηγαδιού· (πρβ. μαγκανοπήγαδο). Έβγαλε με το ~ νερό από το πηγάδι. Tον βασάνιζαν σφίγγοντάς του το στήθος με το μάγκανο· (πρβ. μέγκενη).

[μσν. *μαγγάνι(ον) υποκορ. του ελνστ. μάγγαν(ον) -ιον (ορθογρ. απλοπ.)· ελνστ. μάγγανον· μάγκαν(ο) μεγεθ. -ος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες