Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μέγγενη η [méngeni] Ο32 : 1α. εργαλείο που χρησιμοποιούν οι τεχνίτες για να σφίγγουν αντικείμενα κατά τη διάρκεια της επεξεργασίας τους: Ο μαραγκός έσφιξε το ξύλο στη ~ κι άρχισε να το πριονίζει. Tα μπράτσα του παλαιστή έσφιγγαν τον αντίπαλο σαν ~, πολύ δυνατά. β. όργανο βασανισμού: Tον βασάνιζαν σφίγγοντάς του το κεφάλι με τη ~. 2. (μτφ.) για κτ. που εμποδίζει ή περιορίζει: Tο πνίξιμο των μαζικών οργανώσεων από τη ~ των κομμάτων.
[αντδ. < τουρκ. mengen(e) -η < ελνστ. μάγγανον `δοκάρι τροχαλίας΄]