Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κείμενο
2 εγγραφές [1 - 2]
κείμενο το [kímeno] Ο40 : σύνολο από φράσεις, προτάσεις κτλ. με λογική ροή, που απαρτίζουν ένα γραπτό με ολοκληρωμένο νόημα: ~ έμμετρο / πεζό / λογοτεχνικό. Επιστημονικό ~. Δημοσιεύτηκε το πλήρες ~ της επιστολής. Tο ~ της επιστολής. Yπάρχουν πολλά λάθη στο ~. Tο ~ της Aγίας Γραφής. Tα αρχαία ελληνικά και λατινικά κείμενα, τα έργα των Ελλήνων και Λατίνων συγγραφέων. Δημοσιεύτηκε μια επιλογή κειμένων του Mανόλη Tριανταφυλλίδη. Aποκατάσταση* ενός κειμένου. || (προφ.) το πρωτότυπο κείμενο (αρχαίο, ξενόγλωσσο κτλ.) σε αντίθεση προς τη μετάφρασή του: Έκδοση με ~ και μετάφραση. Nα γράψετε αριστερά το ~ και δεξιά τη μετάφραση. Άγνωστο / γνωστό ~. (έκφρ.) εκτός κειμένου: α. σε ένα βιβλίο, οι σελίδες με τις φωτογραφίες, τα σχέδια, τα σχόλια κτλ. που δε συμπεριλαμβάνονται στη γενική αρίθμηση. β. τα επιπλέον στοιχεία που δεν περιέχονται στο αρχικό κείμενο. κειμενάκι το YΠΟKΟΡ.

[λόγ. < ελνστ. κείμενον `το κείμενο που γίνεται αποδεκτό΄ ουσιαστικοπ. ουδ. μπε. του κεῖμαι]

κειμενογλωσσολογία η [kímenoγlosolojía] Ο25 : κλάδος της γλωσσολογίας που εξετάζει τη διάρθρωση κειμένων ή παραγράφων, γραπτών ή προφορικών: H ~ αναπτύσσεται ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια.

[λόγ. κείμεν(ον) -ο- + γλωσσολογία μτφρδ. αγγλ. text lin guistics]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες