Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: καταβόθρα
1 εγγραφή
καταβόθρα η [katavóθra] Ο25 : 1. υπόγειος φυσικός αγωγός, όπου διοχετεύονται τα νερά των λιμνών ή των ποταμών και από όπου οδηγούνται στη θάλασσα ή αναβλύζουν σε άλλο σημείο της επιφάνειας της γης. 2. (μτφ.) α. (μειωτ.) χαρακτηρισμός ανθρώπου που τρώει ή που ξοδεύει υπερβολικά: Aυτός είναι μεγάλη ~. β. για κτ. που για να λειτουργήσει ή για να συντηρηθεί απαιτεί υπέρογκες δαπάνες: Aυτό το αυτοκίνητο είναι ~.

[μσν. καταβόθρα < ελνστ. καταβοθρ(εύω) `θάβω΄ (δες βόθρος) (αναδρ. σχημ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες