Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: κασσίτερος
1 εγγραφή
κασσίτερος ο [kasíteros] Ο20α : μέταλλο αργυρόλευκο, μαλακό, στιλπνό και ελατό: Ο μπρούντζος είναι κράμα κασσιτέρου και χαλκού.

[λόγ. < αρχ. κασσίτερος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες