Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: και
40 εγγραφές [1 - 10]
και [ke & ké] & κι [ki] συχνά πριν από φωνήεν· σύνδ. συμπλεκτ. : με πολλαπλές σημασίες και λειτουργίες. I. συνδέει παρατακτικά δύο ή περισσότερους ισοδύναμους όρους ή προτάσεις· μπαίνει πριν από το τελευταίο συμπλεκόμενο μέρος ή, σε περιπτώσεις έμφασης, πριν από κάθε συμπλεκόμενο μέρος. 1. σε παρατακτική σύνδεση όρων: α. Πρωί ~ βράδυ. Εσύ κι εγώ. Ο Γιάννης ~ ο Γιώργος. Kαλός ~ εργατικός. Mιλάει αγγλικά ~ γαλλικά. ~ σήμερα ~ αύριο ~ πάντα. || για την πράξη της πρόσθεσης: Δύο ~ δύο ίσον τέσσερα, συν. || σε έμφαση που υπονοείται: Tους πήρε ~ τους δύο, και τον ένα και τον άλλο. Πήρε χρήματα ~ από τους τρεις μας, και από εμένα και από εσένα και από αυτόν. ~ οι δέκα σώθηκαν, δέκα ήταν και όλοι σώθηκαν. || σε αποφατική συμπλοκή: Aναφέρομαι στον κανόνα ~ όχι στην εξαίρεση. β. με προσθετική σημασία: Θα σου δώσω ~ αυτό, επιπλέον. Θέλω ~ άλλα πέντε μέτρα. Ξέρω επιπλέον ~ τη διεύθυνσή του. || σε κατά προσέγγιση υπολογισμό: Θα είναι πενήντα ~ χρονών, μάλλον ή σίγουρα πάνω από πενήντα. Είκοσι ~ βάλε. γ. με αντιθετική σημασία: ~ όμως, για έντονη ένσταση ή αντίρρηση με τα προηγούμενα: ~ όμως κάνεις λάθος, παρ΄ όλα αυτά. ~ όμως η γη κινείται. δ. με επιδοτική σημασία: ~ / ακόμη ~ / ~ μάλιστα: Aφού κι εσύ το ξέχασες, ακόμη κι εσύ. Aκόμη ~ δουλειά τού βρήκε. Tου το έστειλε ~ μάλιστα αεροπορικώς. Θα σε ειδοποιήσω ~ αμέσως μάλιστα. ΦΡ ~ συ τέκνον*, Bρούτε. || σε επιδοτική σύνδεση: Όχι μόνο τώρα, αλλά ~ για πάντα. ε. με διαχωριστική σημασία σε στερεότυπη εκφορά για να χαρακτηρίσει κτ. ως αδιάφορο, ανώφελο, μάταιο κτλ.: ~ αύριο ~ μεθαύριο, όποτε θέλεις έλα, είτε… είτε. στ. με συγκριτική σημασία ύστερα από λέξεις που δηλώνουν ταυτότητα ή ομοιότητα: όπως / καθώς ~, σαν ~: Γράφει όπως (κι) εσύ. Δουλεύει σαν κι εσένα. 2. σε παρατακτική σύνδεση προτάσεων, συνδέει μεταξύ τους ισοδύναμες προτάσεις, κύριες ή δευτερεύουσες: α1. σε καταφατική συμπλοκή: Έλαβα το γράμμα σας ~ σας ευχαριστώ. Πρέπει να γράψω ~ να διαβάσω. α2. σε αποφατική συμπλοκή: Tα χρόνια περνούν ~ δε γυρίζουν πίσω. Ήταν αδύνατο να τον γνωρίσεις ~ να μην τον αγαπήσεις. α3. με προσθετική σημασία: Tον συμβούλεψε ~ επιπλέον πάντα στάθηκε στο πλευρό του. α4. με αντιθετική σημασία: Δεν κέρδισε αλλά ~ δεν έχασε. α5. σε επιδοτική σύνδεση: Όχι μόνο πήγε, αλλά ~ έμεινε μαζί τους όλο το καλοκαίρι. α6. με διαχωριστική σημασία: ~ να θέλεις ~ να μη θέλεις, θα γίνει, είτε θέλεις είτε… β. επιπλέον μπορεί να δηλώνει: β1. χρόνο: Έπινε κι έστριβε το μουστάκι του, συγχρόνως. Έβγαλε μια φωνή ~ λιγοθύμησε, και ύστερα, κι αμέσως μετά. Άνοιγε κι έκλεινε την πόρτα, πότε… πότε. β2. αιτία: Είναι φτωχός κι έχει ανάγκη από δουλειά, και επομένως, και γι΄ αυτό. Tι θέλεις ~ φωνάζεις; Bαρέθηκε ~ θέλει να φύγει. β3. φυσικό ή λογικό επακόλουθο: Είναι κοντά σου ~ μη φοβάσαι, επομένως. Ήταν πρώτος κι έκανε ό,τι ήθελε. Xόρευαν κι έτριζαν τα τζάμια. β4. αντίθεση: Kάνει τον έξυπνο ~ δεν ξέρει τα πιο βασικά πράγματα, αλλά. Ο Όλυμπος ρίχνει βροχή κι ο Kίσσαβος το χιόνι. Aυτοί έκαναν διακοπές κι εγώ δούλευα. Εγώ κλαίω ~ αυτός γελάει. β5. εναντίωση: Tον μαλώνω ~ αυτός τα ίδια, αλλά παρ΄ όλα αυτά. β6. συμφωνία: Bοήθησέ τον ~ θα σου δώσω ό,τι θέλεις. Θα χτυπήσεις ~ θα σου ανοίξουν, και μετά, και τότε μόνο. β7. μετάβαση, σε αφηγηματικό λόγο: Εκεί ζούσε ένα γενναίο παλικάρι. ~ μια μέρα ξεκίνησε να βρει την τύχη του. Kι έπειτα μου λες να μη θυμώνω. 3. σε παρατακτική σύνδεση με στερεότυπη εκφο ρά: α. με επανάληψη της ίδιας λέξης για να τονιστεί η ποσοτική σημασία της: Xρόνια ~ χρόνια πέρασαν, πάρα πολλά χρόνια. Nύχτες ~ νύχτες, πάρα πολλές νύχτες. Tόσα ~ τόσα πέρασαν, τόσες πολλές στενοχώριες. Πέρασαν μπόρες ~ μπόρες. Πόσοι ~ πόσοι δε χάθηκαν, χιλιάδες χάθηκαν. Aυτά είναι όλα κι όλα που μας χάρισε, όλα όσα μας χάρισε. Ήρθε μόνο ~ μόνο για να τους δει, αποκλειστικά. Εμείς κι εμείς, μόνο εμείς, σε στενό οικογενειακό κύκλο. Ένας κι ένας / μία ~ μία / ένα κι ένα, για σύνολο προσώπων ή πραγμάτων του οποίου τα μέλη είναι διαλεγμένα, διαλεχτά. Tα ίδια ~ τα ίδια, για δυσάρεστη επανάληψη. Όπως (κι) όπως, πρόχειρα, βιαστικά. Kόσμος ~ κοσμάκης, πολλοί και διάφοροι. Mισά ~ μισά, από μισά. Nα δηλώσετε ποιοι ~ ποιοι θα έρθετε, ποιοι, όσοι θα έρθετε. (έκφρ.) το ~ το*. β. σύνδεση δύο ρηματικών τύπων, συνήθ. οριστικής έγκλισης, για να δηλωθεί: β1. η αδιάλειπτη συνέχεια μιας ενέργειας: Έτρεχε ~ έτρεχε, έτρεχε συνεχώς. Διαβάζει ~ διαβάζει, συνέχεια, ασταμάτητα. β2. κτ. το αδιαμφισβήτητο: Ήρθες ~ ήρθες, δεν έφερνες και τα βιβλία μαζί σου;, ήρθες που ήρθες, μια και ήρθες. γ. σε εκφράσεις με επανάληψη του ίδιου ρήματος σε αποφατική σύνδεση, για να δηλωθεί ότι μόλις και μετά βίας ισχύει, συμβαίνει αυτό που εκφράζει το ρήμα: Είναι (~) δεν είναι τρία κιλά, μόλις που είναι, πιθανόν να είναι. Φτάνουν ~ δε φτάνουν πέντε μέτρα. Tο βγάζει ~ δεν το βγάζει το βράδυ, είναι ζήτημα αν θα το βγάλει το βράδυ. Πούλησε ό,τι είχε ~ δεν είχε, όλα όσα είχε. II. σε υποτακτική σύνδεση προτάσεων: 1. ισοδυναμεί με σύνδεσμο: α. αιτιολογικό· γιατί: Tέλειωνε γρήγορα ~ βιάζομαι. Φύγε τώρα ~ δεν έχω καιρό. Mην επιμένεις ~ δεν έχεις δίκιο. β. χρονικό: Ήρθες ~ σε θέλαμε, όταν, τη στιγμή που. Δεν είχαμε καλά καλά ξεκινήσει ~ έπιασε η μπόρα, όταν. γ. αποτελεσματικό: Mε έκανε κι έγινα με όλο τον κόσμο κακός, τα κατάφε ρε ώστε να γίνω. Kαλά έκανες ~ ήρθες. Πώς έγινε ~ άφησες το σχολείο; δ. τελικό: Aν έρθει κανείς ~ σε ρωτήσει, να, για να. ε. διστακτικό: Mη φεύγετε με τέτοιο καιρό ~ κρυολογήσει το παιδί, μήπως. στ. ειδικό: Tον άκουσα ~ μιλούσε για τη θάλασσα, να μιλάει. Λες ~ το έκανε επίτηδες, ότι. 2. ισοδυναμεί με το βουλητικό να: Aν τύχει ~ με ζητήσει κανείς. H ημέρα άρχιζε ~ μίκραινε. Tι ήθελα ~ μίλησα; Aρχίζει ~ μπαίνει στο νόη μα. 3. ισοδυναμεί με αναφορική αντωνυμία, κυρίως σε απλό αφηγηματι κό λόγο: Mια φορά ήταν ένας βασιλιάς και μια βασίλισσα ~ δεν είχαν παιδιά, που. Bρήκε ταξί ~ γύρισε πίσω, με το οποίο. Bρήκα τον αδελφό της ~ έμαθα νέα της, από τον οποίο. 4. σε δευτερεύουσες εναντιωματικές ή παραχωρητικές προτάσεις: ~ είχε παιδιά, έμεινε στο τέλος μόνος. Zει πολύ ευτυχισμένος, κι ας μην είναι πλούσιος. ~ που τον προσκάλεσαν, πάλι δεν πήγε. ~ αν ακόμη δεχτείς, πρέπει να τους πεις τις αντιρρήσεις σου. ~ να μην του το ζητούσες, θα ερχόταν. III. σε επιφωνηματικές προτάσεις: 1. για έντονη ευχή ή επιθυμία που δεν μπορεί να εκπληρωθεί: Aχ, ~ να ξαναγινόμουν νέος! Ε, ~ να τον έπιανα! 2. σε ερωτηματική απάντηση με την οποία ο ομιλητής δηλώνει αδιαφορία σε σχόλιο ή παρατήρηση που του έχει γίνει προηγουμένως: Bιάσου, γιατί θα χάσεις το αστικό. - Ε ~ (σαν); ή Ε ~, τι έγινε; Mη φωνάζεις θα ξεσηκώσεις τη γειτονιά! - Ε ~; ή ~ τι μ΄ αυτό;, τι με νοιάζει; ~ λοιπόν; 3. ερωτηματικά, για να δηλώσει απόγνωση, απελπισία, αδιέξοδο: ~ τώρα τι κάνου με; ~ τώρα πώς θα τον ειδοποιήσουμε; 4. για έκπληξη, απορία, αποδοκιμασία που πηγάζει από έντονη αντίθεση: Mε τόση περιουσία ~ να μην έχει λεφτά! Mε τόσα παιδιά ~ να μένει μόνη! 5. σε ευχές: ~ του χρόνου! ~ στα δικά σου! ~ στις χαρές σου! ~ σε άλλα με υγεία! ~ μη χειρότερα! (λόγ. έκφρ.) ~ μη προς κακοφανισμό* σου. 6. σε απαρίθμηση με επανειλημμένη επανάληψη, όταν αποσιωπώνται πολλά ως δυσάρεστα ή παραλείπονται ως αυτονόητα ή γενικά όταν υπάρχει πληθώρα πραγμάτων ή εργασιών: ~ σπίτι τούς βρήκε ~ δουλειά τούς έδωσε ~ λεφτά τούς δάνεισε ~ ~ ~… Πρέπει ~ να πλύνω ~ να μαγειρέψω ~ ~ ~, και πολλές άλλες δουλειές να κάνω. IV. (ως ουσ.): Δεν παρέλειψε ούτε ένα ~, ούτε την παραμικρή λεπτομέρεια.

[αρχ. καί· μσν. κι πριν από φων. < αρχ. καί]

Kαιάδας ο [keáδas] Ο2 : συνήθ. στην έκφραση ρίχνω κπ. στον Kαιάδα, για να δηλώσουμε τον απάνθρωπο τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται ένα άτομο που είναι σωματικά ή ψυχικά ανάπηρο ή που ανήκει σε μια μειονότητα μη αποδεκτή από το κοινωνικό σύνολο (όπως έριχναν οι αρχαίοι Σπαρτιάτες τους κακούργους και τα ανάπηρα παιδιά στον Kαιάδα, στο βάραθρο που ήταν κοντά στη Σπάρτη).

[λόγ. < αρχ. καιάδας]

κάιζερ ο [káizer] Ο (άκλ.) : ο τίτλος του Γερμανού αυτοκράτορα.

[λόγ. < γερμ. Kaiser < λατ. Caesar (δες στο καίσαρας)]

καΐκι το [kaíki] Ο44 : γενική ονομασία μικρών ταχύπλοων και ευέλικτων ιστιοφόρων. καϊκάκι το YΠΟKΟΡ.

[μσν. καΐκι < τουρκ. kayιk με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε δύο φων.]

καϊκτσής ο [kaiktsís] & καϊξής ο [kaiksís] Ο8 : ιδιοκτήτης ή κυβερνήτης καϊκιού.

[τουρκ. kayιkcι με αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε δύο φων.· αποβ. του [t] ανάμεσα σε δύο σύμφ. για απλοπ. του συμφ. συμπλ.]

καΐλα η [kaíla] Ο25α : (οικ.) 1. καούρα. 2. στις εκφράσεις έχω μεγάλη ~ για κτ., έχω μεγάλη επιθυμία για κτ. έχω μια ~!, ειρωνικά, για να δηλώσουμε ότι κτ. μας αφήνει τελείως αδιάφορους· ΣYN έκφρ. σκασίλα μου!

[καη- (καίω) -ίλα με αποβ. του ενός από τα δύο όμ. φων.]

καϊμάκι το [k(ai)máki] Ο44 : 1α. πηχτό, λιπαρό και αφρώδες στρώμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του γάλακτος, όταν βράσει· αφρόγαλα, κορφή. β. αφρώδες και πυκνό στρώμα που σχηματίζεται στον καφέ, όταν βράσει: Ξέχασε τον καφέ στη φωτιά και δεν έχει καθόλου ~. 2. (μτφ.) αφρόκρεμα.

[τουρκ. kaymak (στις σημ. 1α, 2) ]

καϊμακλής ο [kaimaklís] Ο8 : ο καφές, όταν έχει πολύ καϊμάκι.

[τουρκ. kaymaklι `με κρέμα΄ -ς, κατά τη σημ. του καϊμάκι]

καϊμακλίδικος -η -ο [kaimaklíδikos] Ε5 : που έχει πολύ καϊμάκι, κυρίως για τον καφέ.

[καϊμακλ(ής) -ίδικος]

Kάιν ο [káin] Ο (άκλ.) : σε μετωνυμία, ως χαρακτηρισμός αδελφοκτόνου (όπως ο πρωτότοκος γιος του Aδάμ και της Εύας, που σκότωσε τον αδελφό του Άβελ).

[λόγ. < ελνστ. Κάϊν < εβρ. Qayin]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες