Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θεό-
1 εγγραφή
θεο- [θeo] & θεό- [θeó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & θε- [θe], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από φωνήεν : το ουσ. θεός ως α' συνθετικό σε σύνθετα ονόματα, ρήματα και τα παράγωγά τους. I. διατηρώντας τα σημασιολογικά χαρακτηριστικά της λέξης Θεός: 1α. σε αντικειμενικά σύνθετα, δηλώνει ότι η ρηματική έννοια του β' συνθετικού έχει ως αντικείμενο το Θεό, τα θεία: ~μπαίχτης, ~σεβής, ~φοβούμενος. β. σε ρηματικά επίθετα σε -τος δηλώνει ότι η ενέργεια του β' συνθετικού γίνεται από το Θεό: θεόπεμπτος, θεόπνευστος, θεόσταλτος. || ~κατάρατος, που τον έχει καταραστεί ο Θεός ή, και με αρατική σημασία, που είθε / μακάρι να τον καταραστεί ο Θεός, ~μίσητος· ~σκοτωμένος. γ. δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ως β' συνθετικό αφορά το Θεό, σχετίζεται με το Θεό: ~γνωσία, ~γονία, ~δικία, ~λογία· ~ποιώ. 2. σε παρατακτικά σύνθετα, προσθέτει τα χαρακτηριστικά της λέξης Θεός στην έννοια του β' συνθετικού: Θεάνθρωπος, Θεός και άνθρωπος συγχρόνως· επωνυμία του Iησού Xριστού. IIα. (λαϊκότρ.) με μεγεθυντική λειτουργία σε σύνθετα ουσιαστικά: ~βάρελο, πολύ μεγάλο βαρέλι· ~κούταλο. || (επιτατικά) ~γυναίκα, όμορφη γυναίκα. β. με επιτατική λειτουργία σε σύνθετα επίθετα· (πρβ. κατα-, ολο-): θεόγυμνος, τελείως γυμνός, ~σκότεινος, θεότρελος, θεόφτωχος.

[I: αρχ. & λόγ. < αρχ. θε(ο)- θ. της λ. θεό(ς) ως α' συνθ.: αρχ. θεο-λογία & λόγ. < νλατ., διεθ. theo- < αρχ. θεο-: θεο-δικία < γαλλ. théodicée· II: μσν. θεο-: μσν. θεο-χαριτωμένος < αρχ. θεο- (βλ. σημ. I1β): ελνστ. θεο-κατάρατος, θεό-πνευστος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες