Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηλιοστάσιο
1 εγγραφή
ηλιοστάσιο το [iliostásio] Ο40 : καθένα από τα δύο σημεία της εκλειπτικής τροχιάς του ήλιου, τα οποία έχουν τη μέγιστη απόσταση από τον ισημερινό, και η αντίστοιχη περίοδος κατά την οποία η διαφορά μεταξύ της διάρκειας της ημέρας και της νύχτας είναι η μέγιστη: Θερινό ~, 21 ή 22 Iουνίου, η μεγαλύτερη ημέρα για το βόρειο ημισφαίριο. Xειμερινό ~, 21 ή 22 Δεκεμβρίου, η μεγαλύτερη νύχτα για το βόρειο ημισφαίριο.

[λόγ. < μσν. ηλιοστάσιον < ηλιο- + στάσ(ις) -ιον μτφρδ. μσνλατ. solstitium < λατ. solstitium < sol `ήλιος 1΄ + stit- (sisto) `στέκομαι΄ -ium = -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες