Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εστιατόριο
1 εγγραφή
εστιατόριο το [estiatório] Ο40 : α.κατάστημα που παρασκευάζει φαγητά και τα σερβίρει στους πελάτες σε ειδική αίθουσα: Όταν δε μαγειρεύει στο σπίτι της, τρώει σε ~. Ένα ~ πολυτελείας. Λαϊκό ~. Φτηνό / ακριβό ~. β. για εστιατόριο που ανήκει σε ευρύτερο εργασιακό χώρο: Tο ~ του τρένου, βαγκόν ρεστοράν. Tο ~ του εργοστασίου· (πρβ. καντίνα). || τραπεζαρία: Tο ~ του ξενοδοχείου / του πλοίου. || (στρατ., συνήθ. πληθ.) τραπεζαρία: Kαθαριότητα των εστιατορίων.

[λόγ. < ελνστ. ἑστιατόριον `αίθουσα συμποσίων΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες