Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εννιά
9 εγγραφές [1 - 9]
εννεα- [enea] & εννια- [ea] & εννεά- [eneá] ή εννιά- [eá], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό : α' συνθετικό σε σύνθετα συνήθ. επίθετα και τα παράγωγά τους· δηλώνει ότι: α. το προσδιοριζόμενο έχει εννέα από τα στοιχεία που εκφράζει το β' συνθετικό: εννεάγωνος, ~μελής, ~σύλλαβος, εννιάτομος· εννεάχορδος. β. το προσδιοριζόμενο διαρκεί επί εννέα συνεχείς χρονικές μονάδες (που εκφράζονται από το β' συνθετικό): ~ετής, εννιαήμερος, εννιάμηνος· εννιάμερα· εννιάχρονος, για πρόσωπο με ηλικία εννιά χρόνων. γ. γίνεται, είναι ή επαναλαμβάνεται εννιά φορές αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό· ~πλάσιος, ~πλασιάζω.

[λόγ. < αρχ. ἐννεα- θ. του αριθμτ. ἐννέα ως α' συνθ.: αρχ. ἐννεά-μηνος `(περίοδος) εννιά μηνών΄, ελνστ. ἐννεα-έτης `εννιά χρονών΄· μσν. εννια- < αρχ. ἐννεα- με αποφυγή της χασμ.: μσν. εννιά-μερα]

εννιά [ená] & εννέα [enéa] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εννιά (9) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. ~ μέρες / μήνες. || (αντί του τακτικού ένατος): Γεννήθηκε στις ~ Iουνίου. Nα ανοίξεις το βιβλίο στη σελίδα ~, στην ένατη σελίδα. ΦΡ ~ έχει ο μήνας*. 2. (ως ουσ.) το εννιά: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει δεκαοχτώ. || (ως ένδειξη βαθμολογίας): Tο γραπτό του παίρνει ~. β. χαρτί της τράπουλας (που φέρει εννιά σημεία): Tο ~ σπαθί. γ. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εννιά: Παίρνω το ~, λεωφορείο, τρόλεϊ κτλ. Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο εννιά. δ. το ~ (΄09), αντί 1909: Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. ε. στα / τα ~, για ηλικία εννιά (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. εννιά < αρχ. ἐννέα με συνίζ. για αποφυγή της χασμ.· λόγ. < αρχ. ἐννέα]

εννιακοσάρι το [enakosári] Ο44 : (οικ.) σύνολο εννιακοσίων ομοειδών μονάδων, συνήθ. για χρηματικό ποσό εννιακοσίων δραχμών ή εννιακοσίων χιλιάδων: Πλήρωσα ένα ~. εννιακοσαράκι το YΠΟKΟΡ.

[εννιακόσ(α) -άρι]

εννιακοσαριά η [enakosarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εννιακόσιοι: Kαμιά ~ άτομα. Kαμιά ~ άνθρωποι / δραχμές / σελίδες. || (προφ., συνήθ. πληθ.): Έχω πληρώσει εννιακοσαριές…!, έχω καταβάλει επανειλημμένα αυτό το ποσό.

[εννιακόσ(α) -αριά]

εννιακοσιοστός -ή -ό [enakosiostós] Ε1 αριθμτ. τακτ. : 1.που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός εννιακόσια: Εννιακοσιοστή τρίτη σελίδα. Xιλιοστό εννιακοσιοστό ενενηκοστό πέμπτο έτος. 2. (ως ουσ.): Ο ~ στη σειρά. || το εννιακοσιοστό, το ένα από τα εννιακόσια ίσα μέρη ενός συνόλου: Tο ένα εννιακοσιοστό.

[λόγ. εννεακοσιοστός με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. κατά το εννέα > εννιά]

εννιακόσιοι -ες -α [enakósi] & (προφ.) εννιακόσοι -ες -α [enakósi] Ε4 γεν. εννιακοσίων αριθμτ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εννιακόσιες (900) μονάδες: Εννιακόσιες σελίδες. Tρεις χιλιάδες εννιακόσιες δραχμές. || (αντί του τακτικού εννιακοσιοστός): Στη σελίδα εννιακόσια. 2. (ως ουσ., άκλ.) το εννιακόσια, ο αριθμός και το σύμβολό του: Οχτακόσια και εκατό κάνουν εννιακόσια. || σε χρονολογία: Tο εννιακόσια π.X. / μ.X. || καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εννιακόσια.

[μσν. εννεακόσιοι με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < εννέα, κατά τα διακόσιοι, τριακόσιοι (πρβ. αρχ. ἐνακόσιοι)· αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων. (σύγκρ. διακόσιοι > διακόσοι)]

εννιάμερα τα [enámera] Ο41 : μνημόσυνο που γίνεται την ένατη μέρα ύστερα από το θάνατο κάποιου: Xτες κάναμε / είχαμε τα εννιάμερά του. (έκφρ.) του κώλου* τα ~. || γιορτή που γιορτάζεται εννιά μέρες ύστερα από την Kοίμηση της Θεοτόκου.

[μσν. εννιάμερα ουσιαστικοπ. ουδ. πληθ. του επιθ. εννιάμερος < εννιά + μέρ(α) -ος]

εννιάρα η [enára] Ο26 : 1.(προφ.) ποινή εννιά ημερών. 2. επιτραπέζιο λαϊκό παιχνίδι στρατηγικής, που παίζεται από δύο παίχτες, με εννιά πούλια για τον καθένα.

[εννι(ά) -άρα]

εννιάρι το [enári] Ο44 : σύνολο από εννιά ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα εννιά. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό εννιά και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. (ως επίθ.) για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα εννιάρια. εννιαράκι το YΠΟKΟΡ.

[εννι(ά) -άρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες