Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ενδο
49 εγγραφές [1 - 10]
ενδο- [enδo] & ενδό- [enδó], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ενδ- [enδ], όταν το β' συνθετικό αρχίζει από [o] : (κυρ. επιστ.) α' συνθετικό σε σύνθετες λέξεις. 1. έχει τη σημασία: εντός, μέσα και δηλώνει ότι αυτό που εκφράζει το β' συνθετικό παρατηρείται, συμβαίνει, υπάρχει στο εσωτερικό ενός οργανικού συνόλου ή ενός οργανισμού: ~γένεση, ~έκκριση· ~παράσιτα· ενδόζωα. ANT εκτόζωα. 2. δηλώνει το εσωτερικό μέρος αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~βράγχια, ANT εκτο-· ενδόφλοιο· ~χώρα. || (ιατρ.) με αναφορά στο εσωτερικό τμήμα του οργάνου το οποίο συνεπάγεται το β' συνθετικό: ~καρδίτιδα, ~τραχηλίτιδα. 3. σε σύνθετα επίθετα δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο βρίσκεται ή παρατηρείται εντός της περιοχής που υπαινίσσεται το β' συνθετικό. ANT εξω-: ~οικογενειακός, ~κυβερνητικός· (συχνά ανατ., ιατρ.): ~δερμικός, ~ηπατικός, ~καρδιακός, ~κυτταρικός, ενδοφθάλμιος, ~φλέβιος· ~θωρακικός. ANT εξω-.

[λόγ. < αρχ. ἐνδ(ο)- θ. του επιρρ. ἔνδο(ν) `μέσα΄ ως α' συνθ.: αρχ. ἐνδό-μυχος (δες λ.), ελνστ. ἐνδο-γενής `(δούλος) γεννημένος στο σπίτι΄ & διεθ. endo- < ελνστ. ἐνδο-: ενδο-γαμία < αγγλ. endogamy, ενδο-κάρδιο, ενδο-γένεση < νλατ. endocardium, endo genesis & μτφρδ.: ενδο-φλέβιος < γαλλ. intraveineux]

ενδοαγγειακός -ή -ό [enδoangiakós] Ε1 : (ιατρ.) που βρίσκεται ή παρατηρείται στα αιμοφόρα αγγεία.

[λόγ. ενδο- + αγγειακός]

ενδογαμία η [enδoγamía] Ο25 : (κοινων.) συνήθεια ή παράδοση που επιβάλλει τη σύναψη γάμου μεταξύ ατόμων της ίδιας κοινωνικής ομάδας (φυλής, κοινωνικής τάξης, γενεάς, οικογένειας κτλ.). ANT εξωγαμία.

[λόγ. < γαλλ. endogam(ie) ή αγγλ. endogam(y) < endo- = ενδο- + αρχ. γάμ(ος) -ία]

ενδογένεση η [enδojénesi] Ο33 : (βιολ.) παραγωγή κυττάρων στο εσωτερικό άλλων κυττάρων.

[λόγ. < νλατ. endogenesis < endo- = ενδο- + αρχ. γένε(σις) -ση]

ενδογενής -ής -ές [enδojenís] Ε10 : που γεννιέται, δημιουργείται ή προκαλείται από εσωτερικούς παράγοντες: Ενδογενείς δυσχέρειες. Ενδογενείς παράγοντες / αιτίες. ενδογενώς ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. ἐνδογενής `γεννημένος στο σπίτι΄ σημδ. γαλλ. endogène ή αγγλ. endogenous < endo- = ενδο- + -gène, -genous = -γενής· λόγ. ενδογεν(ής) -ώς]

ενδόδερμα το [enδóδerma] Ο49 : (βιολ., ανατ.) το εσωτερικό στρώμα εμβρυϊκών κυττάρων στο έμβρυο των περισσότερων πολυκύτταρων οργανισμών.

[λόγ. < διεθ. endo- = ενδο- + -derm < αρχ. δέρμα]

ενδοέκκριση η [enδoékrisi] Ο33 : (φυσιολ.) η παραγωγή από ορισμένους αδένες ουσιών (ορμονών) οι οποίες εισέρχονται απευθείας στην κυκλοφορία του αίματος.

[λόγ. ενδο- + έκκρι(σις) -ση μτφρδ. γαλλ. sécrétion endocrine]

ενδοεπικοινωνία η [enδoepikinonía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : σύστημα επικοινωνίας, με ακουστικά και μικρόφωνα, μεταξύ παρακείμενων ή γειτονικών χώρων και θέσεων εργασίας· ενδοσυνεννόηση: Συσκευή ενδοεπικοινωνίας.

[λόγ. ενδο- + επικοινωνία μτφρδ. αγγλ. intercommunication (system)]

ενδοθήλιο το [enδoθílio] Ο40 : (βιολ.) απλό επιθήλιο που αποτελείται από μία μόνο σειρά κυττάρων.

[λόγ. < νλατ. endothelium < endo- = ενδο- + thelium < αρχ. θηλ(ή) -ium = -ιον]

ενδοθηλίωμα το [enδoθilíoma] Ο49 : (ιατρ.) είδος κακοήθους όγκου.

[λόγ. < νλατ. endothelioma < endotheli(um) = ενδοθήλι(ον) + -oma = -ωμα]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες