Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- δυσπιστία η [δispistía] Ο25 : αμφιβολία για την αξιοπιστία ενός προσώπου, πολύ επιφυλακτική στάση σε καταστάσεις, γεγονότα ή πράγματα: Aντιμετωπίζω με μεγάλη ~ τις διαβεβαιώσεις του. Tο αγοραστικό κοινό δέχτηκε με ~ το νέο προϊόν. || Πρόταση δυσπιστίας, με την οποία ζητείται η άρση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση· (πρβ. πρόταση μομφής).
[λόγ. < ελνστ. δυσπιστία]