Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσπιστία
1 εγγραφή
δυσπιστία η [δispistía] Ο25 : αμφιβολία για την αξιοπιστία ενός προσώπου, πολύ επιφυλακτική στάση σε καταστάσεις, γεγονότα ή πράγματα: Aντιμετωπίζω με μεγάλη ~ τις διαβεβαιώσεις του. Tο αγοραστικό κοινό δέχτηκε με ~ το νέο προϊόν. || Πρόταση δυσπιστίας, με την οποία ζητείται η άρση της εμπιστοσύνης προς την κυβέρνηση· (πρβ. πρόταση μομφής).

[λόγ. < ελνστ. δυσπιστία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες