Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: βόριο
1 εγγραφή
βόριο το [vório] Ο40 (χωρίς πληθ.) : αμέταλλο χημικό στοιχείο, σε μορφή σκόνης καστανόμαυρου χρώματος.

[λόγ. < γαλλ. bor -ιον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες