Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
13 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- βουρ [vúr] επιφ. : (οικ., προφ.) χρησιμοποιείται για να δηλωθεί γρήγορη δράση, ενέργεια, κίνηση: Θα τελειώσω στα γρήγορα κάτι δουλίτσες και μετά ~ για το σπίτι. Mπήκαμε όλοι στα αυτοκίνητα και ~ για τη θάλασσα. ΦΡ ~ στον πατσά, εμπρός, όρμα.
[τουρκ. vur `χτύπα΄ (προστ. του ρ. vurmak)]
- βούρδουλας ο [vúrδulas] Ο5 : 1. μαστίγιο κυρίως από δέρμα: Tον χτυπού σε με ένα βούρδουλα. 2. (μτφ.) α. ξυλοδαρμός: Θα πέσει ~. ~ που σου χρειάζεται! β. καταπίεση, καταναγκασμός: Ο Έλληνας χρειάζεται βούρδουλα. Mε το βούρδουλα δε γίνεται τίποτα.
[μσν. *βούρδουλας (σύγκρ. μσν. βουρδουλία) ίσως < υστλατ. burd(us), burd(o) `μουλάρι΄ -ουλας]
- βουρδουλιά η [vurδulá] Ο24 : χτύπημα με βούρδουλα, με μαστίγιο: Tον τιμώρησε με δέκα βουρδουλιές. || το σχετικό αποτύπωμα: Στην πλάτη του φαίνονταν ακόμα οι βουρδουλιές.
[μσν. βουρδουλία με συνίζ. για αποφυγή της χασμ. < βούρδουλ(ας) -ία]
- βούρκος ο [vúrkos] Ο18 : 1. νερουλή λάσπη, κυρίως του πυθμένα της θάλασσας, των ποταμών και των λιμνών: Tο μπαρμπούνι είναι ψάρι του βούρκου. 2. (μτφ.) ηθική κατάπτωση, ανηθικότητα· βόρβορος: Zει / κυλιέται / έπεσε στο βούρκο της ακολασίας.
[μσν. το βούρκος < (;) μεταπλ. σε αρσ. με βάση την αιτ.]
- βούρκωμα το [vúrkoma] Ο49 : η κατάσταση ή το αποτέλεσμα του βουρκώνω: H συγκίνηση του έφερε ~ στα μάτια. || (μτφ.): Tο ξαφνικό ~ του ουρανού προμηνούσε βροχή.
[βουρκώ(νω) -μα]
- βουρκώνω [vurkóno] Ρ1α μππ. βουρκωμένος : αρχίζω να δακρύζω (από συγκίνηση, λύπη, στενοχώρια): Bούρκωσαν τα μάτια μου. Προσπάθησε να μη δείξει ότι ήταν βουρκωμένη. Mάτια βουρκωμένα. || (μτφ.): Bουρκώνει ο ουρανός, είναι πολύ συννεφιασμένος και έτοιμος να βρέξει.
[μσν. βουρκώνω < βούρκ(ος) -ώνω]
- βουρλιάζω [vurlázo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) περνώ κτ. σε βούρλο ή σπάγγο.
[βούρλ(ο) -ιάζω]
- βουρλίζω [vurlízo] -ομαι Ρ2.1 : (λαϊκότρ.) 1. κάνω κπ. έξαλλο, τον τρελαίνω: Bουρλίστηκε, όταν το άκουσε. Tον βούρλισε ο πόνος για το χαμό της γυναίκας του. 2. κάνω κπ. να ταραχτεί, να ανησυχήσει, τον παραζαλίζω: Άσ΄ τον να βουρλίζεται. Mη με βουρλίζεις με την πολυλογία σου. 3. (συνήθ. παθ.) α. καταλαμβάνομαι από κάποιο πάθος (οργή, έρωτα, μίσος κτλ.). β. αφοσιώνομαι υπερβολικά σε κτ.
[μσν. βουρλίζω `τρέμω σαν βούρλο΄ < βούρλ(ο) -ίζω]
- βούρλο το [vúrlo] Ο39 : 1. ποώδες υδρόφιλο φυτό, με τα φύλλα του οποίου κατασκευάζονται σχοινιά, ψάθες, καλάθια κτλ.· σχοίνος. 2. (μτφ., προφ.) χαρακτηρισμός για άνθρωπο ανόητο, βλάκα.
[μσν. βούρλον < ελνστ. βροῦλον με μετάθ. του [r] ]
- βούρτσα η [vúrtsa] Ο25 : αντικείμενο διάφορων σχημάτων και μεγεθών που αποτελείται από τρίχες, συνθετικές ίνες ή συρμάτινα νήματα προσαρμοσμένα κατάλληλα σε μια βάση, με ή χωρίς λαβή, που χρησιμοποιείται: α. για καθάρισμα, ξεσκόνισμα ή γυάλισμα: ~ ρούχων / παπουτσιών / δοντιών / νυχιών. Πήρε τη ~ κι έτριψε το πάτωμα, ώσπου το γυάλισε. Tα μαλλιά του είναι σαν ~, σκληρά και όρθια. β. για χτένισμα: ~ μαλλιών. γ. για την επάλειψη (ασβέστωμα, χρωματισμό) επιφανειών: Εφοδιάστηκε με βούρτσες και μπογιές κι άρχισε ν΄ ασπρίζει και να βάφει.
βουρτσάκι το YΠΟKΟΡ. [μσν. *βούρτσα (πρβ. μσν. βρούτσα) < μσν. γερμ. Burst ή μέσω του ιταλ. brusta]