Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: αγνοούμενος
1 εγγραφή
αγνοούμενος -η -ο [aγnoúmenos] Ε5 : (για πρόσ.) που δεν είναι γνωστή η τύχη ή η θέση του ύστερα από μια ορισμένη χρονική στιγμή. || (ως ουσ.) ο αγνοούμενος: Πίνακας αγνοουμένων. Aγνοούμενοι πολέμου.

[λόγ. μπε. < αρχ. ἀγνοῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες