Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: έμφραγμα
1 εγγραφή
έμφραγμα το [émfraγma] Ο49 : (ιατρ.) η απόφραξη αιμοφόρου αγγείου από εμβολή ή άλλη αιτία, καθώς και η προκαλούμενη από αυτήν βλάβη ιστού ή οργάνου: ~ του μυοκαρδίου. Kαρδιακό / πνευμονικό ~.

[λόγ. < αρχ. ἔμφραγμα `εμπόδιο΄ σημδ. νλατ. infarctus]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες