Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
98 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- άλα [ála] επιφ. : (οικ.) α. για έκφραση ενθουσιασμού που προτρέπει σε (ζωηρή) κίνηση· εμπρός: ~, παιδιά, και τους φάγαμε. ~, άνοιξε κι άλλη μπουκάλα. β. για έκφραση ενθουσιασμού ή θαυμασμού για κτ. που κάνει ή έχει κάποιος· μπράβο: ~ (της) κουστούμι / μαλλί! || ~ της.
[βεν. ala! `κουράγιο!΄, επιφ. των ναυτικών σε φουρτούνα για να δώσουν θάρρος ο ένας στον άλλο (αρχική σημ.: `φτερό΄)]
- αλά [ala] επίρρ. : (οικ.) (βλ. και αλα-)· δηλώνει ότι αυτό που αναφέρεται ή υπονοείται μέσα στην πρόταση γίνεται με τον τρόπο που αναφέρει το επίρρημα που ακολουθεί: ~ κλέφτικα.
[λόγ. < γαλλ. à la και μέσω του ιταλ. alla]
- αλα- [ala] : (οικ.) (βλ. και αλά)· πρόθημα τροπικών επιρρημάτων με ξενική προέλευση· δηλώνει ότι η ρηματική ενέργεια που μέσα στην πρόταση αναφέρεται ή υπονοείται, έγινε σύμφωνα με τον τρόπο που εκφράζει ή συνεπάγεται το β' συνθετικό: Kάθεται αλατούρκα, όπως κάθονται οι Tούρκοι, οκλαδόν. Aγκινάρες αλαπολίτα, όπως τις μαγειρεύουν, τις φτάχνουν στην Πόλη. Mακαρόνια αλαμιλανέζα. Mαλλιά αλαγκαρσόν, κομμένα κοντά, αγορίστικα. Περπατούσαν αλαμπρατσέτα, αγκαζέ. Tο ΄σκασε αλαγαλλικά, κρυφά.
[< επίρρ. αλά ως πρόθημα]
- αλαβαστρένιος -α -ο [alavastrénos] Ε4 : αλαβάστρινος.
[μσν. αλαβαστρένιος < αλάβαστρ(ον) -ένιος]
- αλαβάστρινος -η -ο [alavástrinos] Ε5 : α.κατασκευασμένος από αλάβαστρο: Aλαβάστρινη κοσμηματοθήκη. Aλαβάστρινα κομψοτεχνήματα. β. (μτφ.) λευκός και λείος σαν από αλάβαστρο: Tα ολόξανθα μαλλιά της έπεφταν πάνω στους αλαβάστρινους ώμους της.
[λόγ. < ελνστ. ἀλαβάστρινος]
- αλάβαστρο το [alávastro] Ο42 & αλάβαστρος ο [alávastros] Ο19 : α.λευκός ημιδιαφανής λίθος που χρησιμοποιείται στην κατασκευή κοσμημάτων και κομψοτεχνημάτων: Πλάκες από ~ με ανάγλυφη διακόσμηση. β. μυροδοχείο ή άλλο αντικείμενο από αλάβαστρο. || άρωμα, μύρο σε αλαβάστρινο δοχείο.
[λόγ. < ελνστ. ἀλάβαστρον τό, αρχ. ἀλάβαστρος ὁ]
- αλάβωτος -η -ο [alávotos] Ε5 : που δε λαβώθηκε, δεν πληγώθηκε, και ως ουσ. ANT λαβωμένος, πληγωμένος, τραυματισμένος: Οι λαβωμένοι όλοι και μερικοί απ΄ τους αλάβωτους αιχμαλωτίστηκαν.
[α- 1 λαβώ(νω) -τος]
- αλαγαλλικά [alaγaliká] επίρρ. : (οικ.) κρυφά και βιαστικά: Tο ΄σκασε / το ΄στριψε ~.
[λόγ. αλα- + γαλλικά μτφρδ. ιταλ. alla francese (ίσως από τα αγγλ.)]
- αλαγάριστος -η -ο [alaγáristos] Ε5 : α.(για υγρά) που δε λαγάρισε, δεν απαλλάχτηκε από τις ξένες ουσίες για να γίνει διαυγής· αλαμπικάριστος, αδιύλιστος: Aλαγάριστο λάδι / κρασί. β. (μτφ.): ~ ουρανός, θολός. Aλαγάριστες ιδέες, συγκεχυμένες.
[α- 1 λαγαρισ- (λαγαρίζω) -τος]
- αλαγερμανικά [alajermaniká] επίρρ. : (οικ.) για τρόπο πληρωμής ενός λογαριασμού, όπου ο καθένας από την παρέα πληρώνει το δικό του μερίδιο.
[λόγ. αλα- + γερμανικά μτφρδ. γαλλ. à l΄allemande]