Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: uğur
4 εγγραφές [1 - 4]
γούρι το [γúri] Ο44α : ό,τι, σύμφωνα με ορισμένες προλήψεις, φέρνει καλή τύχη: Έλα μαζί μας να μας φέρεις ~. Έχει πάντα μαζί του ένα λαγοπόδαρο για ~. Mη στενοχωριέσαι που χύθηκε το κρασί, είναι ~. Δεν αποχωρίζεται ποτέ το ~ του, ένα μικρό αρκουδάκι.

[τουρκ. uğur `καλό σημάδι, καλή τύχη΄ με ανομ. αποβ. του άτ. πρώτου [u] ]

γουρλής [γurlís] Ο8 θηλ. γουρλού [γurlú] Ο37 : αυτός που φέρνει γούρι· καλότυχος. ANT γρουσούζης1. || (ως επίθ.): ~ άνθρωπος.

[τουρκ. uğur(lu) -λής κατά τη λ. γούρι· γουρλ(ής) -ού]

γρουσούζης -α -ικο [γrusúzis] & γουρσούζης -α -ικο [γursúzis] Ε9 : 1. που φέρνει γρουσουζιά, κακοτυχία. ANT γουρλής: Γρουσούζικο παιδί. 2. που είναι δύστροπος, κακότροπος: Πάντα ήταν ~ άνθρωπος. || (ως ουσ.): Nα φας τη γλώσσα σου, γρουσούζη.

[γουρ-: τουρκ. uğursuz -ης `κακοσήμαδος΄ (δες γούρι, γουρλής) με αποβ. του αρχικού άτ. φων.· γρου-: μετάθ. του [r] ]

εναίσιμος -ος -ο [enésimos] Ε17 : (λόγ., παρωχ.) μόνο στο ~ διατριβή, η διατριβή που υποβάλλεται σε κάποιο ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα για την απόκτηση του τίτλου του διδάκτορα· διδακτορική διατριβή.

[λόγ. < ελνστ. ἐναίσιμος `που προμηνύει καλό΄ (αρχ. σημ.: `μοιραίος΄) σημδ. νλατ. dissertatio inauguralis]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες