Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αδίκημα" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αδίκημα το [aδíkima] O49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αδικώ. || (νομ.) πράξη ή παράλειψη που προσβάλλει το δίκαιο από νομική άποψη: ~ πολιτικό / αστικό. Διαπράττω / καταγγέλλω / παραγράφω ένα ~. Kάθε ποινικό ~ χαρακτηρίζεται ως πταίσμα, πλημμέλημα ή κακούργημα.
[λόγ. < αρχ. ἀδίκημα]