Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "ζεϊμπεκιά"
ζεϊμπεκιά η [zeibeká] & ζεμπεκιά η [zebeká] O24 : (λαϊκ.) ο ζεϊμπέκικος χορός: Xόρεψε μια ~.

[ζεϊμπέκ(ης) -ιά· αποβ. του [i] ύστερα απ΄ το [e] για αποφυγή της χασμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες