Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "ζεϊμπεκιά" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ζεϊμπεκιά η [zeibeká] & ζεμπεκιά η [zebeká] O24 : (λαϊκ.) ο ζεϊμπέκικος χορός: Xόρεψε μια ~.
[ζεϊμπέκ(ης) -ιά· αποβ. του [i] ύστερα απ΄ το [e] για αποφυγή της χασμ.]