Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "χειρονομία" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- χειρονομία η [xironomía] O25 : 1α.κίνηση των χεριών που συνοδεύει την ομιλία για να την κάνει πιο εκφραστική ή που αποτελεί, χωρίς λόγια, τρόπο συνεννόησης ή έκφρασης: Mιλούσε ήρεμα χωρίς πολλές χειρονομίες. Mε χειρονομίες προσπαθούσε από μακριά να μου δώσει να καταλάβω αυτό που ήθελε. Oι κωφάλαλοι συνεννοούνται συχνά με χειρονομίες. β. (άσεμνη) ~, ανήθικη κίνηση με το χέρι, που γίνεται για να προκαλέσει σεξουαλικά. 2. (μτφ.) αξιέπαινη πράξη: H δωρεά του είναι μια ευγενική / συγκινητική / ωραία ~ προς την πόλη μας / τους συνανθρώπους μας κτλ. || ~ καλής θελήσεως, ενέργεια που δείχνει διάθεση συνεννόησης και συνδιαλλαγής.
[λόγ. < αρχ. χειρονομία (στη σημ. 1)]