Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "τζίνι"
τζίνι το [dzíni] O44 : 1. πνεύμα, δημιούργημα της λαϊκής φαντασίας, που έχει την ικανότητα να μεταμορφώνεται σε ζώο ή σε άνθρωπο. 2. (μτφ., οικ.) άνθρωπος πολύ ικανός, δαιμόνιος: Tα τζίνια της τάξης, οι πολύ καλοί μαθητές.

[τουρκ. cin (από τα αραβ.) ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες