Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "ισογώνιος -α -ο"
ισογώνιος -α -ο [isoγónios] E6 : (για γεωμ. σχήμα) που έχει όλες τις γωνίες του ίσες: Iσογώνιο τρίγωνο.

[λόγ. < αρχ. ἰσογώνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες