Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "φθονώ"
φθονώ [fθonó] -ούμαι P10.9 : αισθάνομαι φθόνο για κπ.: Tον φθονούν για τις επιτυχίες του.

[λόγ. < αρχ. φθονῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες