Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "εκλογολογία" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- εκλογολογία η [ekloγolojía] O25 : η υπερβολική συζήτηση γύρω από τη διεξαγωγή πολιτικών εκλογών: H δήλωση του κυβερνητικού εκπροσώπου ότι η κυβέρνηση θα εξαντλήσει την τετραετία έγινε για να δοθεί τέρμα στην ~ των τελευταίων ημερών.
[λόγ. εκλογ(ή) -ο- + -λογία]