Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Λήμμα "αετοφωλιά"
αετοφωλιά η [aetofolá] & αϊτοφωλιά η [(ai)tofolá] O24 : α.φωλιά αετού. β. (μτφ.) κατάλυμα (κατοικία, κρησφύγετο κτλ.) ανθρώπου σε τοποθεσία ψηλή, απόκρημνη, απόμερη.

[αετο-, αϊτο- + φωλιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες