Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
Λήμμα "αετοφωλιά" | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- αετοφωλιά η [aetofolá] & αϊτοφωλιά η [(ai)tofolá] O24 : α.φωλιά αετού. β. (μτφ.) κατάλυμα (κατοικία, κρησφύγετο κτλ.) ανθρώπου σε τοποθεσία ψηλή, απόκρημνη, απόμερη.
[αετο-, αϊτο- + φωλιά]