Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- μπόγιας ο [bójas] Ο4 (χωρίς πληθ.) : 1α. υπάλληλος που ασχολείται με τη σύλληψη και τη συγκέντρωση των αδέσποτων σκύλων: Nα έχετε τα σκυλιά σας δεμένα, γιατί θα περάσει ο ~. β. (παρωχ.) ο δήμιος. 2. (μτφ.) για πολύ αυστηρό ή σκληρό άνθρωπο.
[αντδ. < ιταλ. boia `δήμιος΄ -ς < λατ. πληθ. bojae `δερμάτινο κολάρο για βόδια΄ < αρχ. βοεῖαι, πληθ. του βοεία `(λουρίδα από) τομάρι βοδιού΄]