Dictionary of Standard Modern Greek

Go

Search options

Basket

Results for: κάλλιστα
1 item total
κάλλιστα [kálista] επίρρ. : ασφαλώς, χωρίς καμιά δυσκολία, κυρίως στην έκφραση κτ. μπορεί / μπορώ ~ να…: Aυτή η περίπτωση μπορεί ~ να αντιμετωπιστεί και εδώ. Θα μπορούσαμε ~ να αποφύγουμε τη σύγκρου ση.

[λόγ. < αρχ. κάλλιστα υπερθ. του καλῶς]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go