Dictionary of Standard Modern Greek
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
- κάλλιστα [kálista] επίρρ. : ασφαλώς, χωρίς καμιά δυσκολία, κυρίως στην έκφραση κτ. μπορεί / μπορώ ~ να
: Aυτή η περίπτωση μπορεί ~ να αντιμετωπιστεί και εδώ. Θα μπορούσαμε ~ να αποφύγουμε τη σύγκρου ση.
[λόγ. < αρχ. κάλλιστα υπερθ. του καλῶς]



