Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: θράσος
1 εγγραφή
θράσος το [θrásos] Ο46β : προκλητική έλλειψη δισταγμού στη συμπεριφορά κάποιου, η οποία εκδηλώνεται με λόγια ή ενέργειες που κανονικά δεν πρέπει να λέγονται ή να γίνονται: Έχει το ~ να μιλάει για πράγματα που αγνοεί. Tο ~ του δεν έχει όρια. || υπερβολικό θάρρος, κυρίως στη διεκδίκηση κάποιας νόμιμης απαίτησης.

[λόγ. < αρχ. θράσος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες