Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ηντα
1 εγγραφή
ήντα τα [índa] Ο (άκλ.) : (προφ.) η ηλικία ανάμεσα στα πενήντα και στα εβδομήντα εννιά χρόνια: Mπήκα / είμαι στα ~. Πέρασα τα ~· (πρβ. άντα).

[κατάλ. αριθμτ. -ήντα (π.χ. πεν-ήντα, εξ-ήντα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες