Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- ήντα τα [índa] Ο (άκλ.) : (προφ.) η ηλικία ανάμεσα στα πενήντα και στα εβδομήντα εννιά χρόνια: Mπήκα / είμαι στα ~. Πέρασα τα ~· (πρβ. άντα).
[κατάλ. αριθμτ. -ήντα (π.χ. πεν-ήντα, εξ-ήντα)]



