Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *φερ*
127 εγγραφές [1 - 10]
-φέρνω 1 [férno] : (προφ.) β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα, με υποκοριστι κή σημασία· συνήθ. δηλώνει ότι το υποκείμενο της πρότασης έχει την τά ση να ενεργεί, να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που υπαινίσσεται το α' συνθετικό ή τείνει να έχει τις ιδιότητες που συνεπάγεται το α' συνθετικό: αγαθο~, γυναικο~, μεγαλο~, ξενο~, σοβαρο~, χωριατο~.

[< -φέρνω 2]

-φέρνω 2 : β' συνθετικό σε σύνθετα ρήματα με τη σημασία του ρήματος φέρνω προσδιορισμένη από το α' συνθετικό: ξανα~, πολυ~, γυρο~.

[< ρ. φέρνω ως β' συνθ.]

αγαθοφέρνω [aγaθoférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγαθόφερνα : συμπεριφέρομαι σαν αγαθιάρης, δίνω την εντύπωση του κουτού, του αφελή.

[αγαθο- + -φέρνω 1]

αγοροφέρνω [aγoroférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγορόφερνα : (για κορίτσι) συμπεριφέρομαι, μοιάζω σαν αγόρι.

[αγόρ(ι) -ο- + -φέρνω 1]

αγριοφέρνω [aγrioférno] Ρ (συνήθ. στο ενεστ. θ.) πρτ. αγριόφερνα : φαίνομαι άγριος, σκληρός δηλαδή και συνήθ. επιθετικός, ή συμπεριφέρομαι με αντίστοιχο τρόπο.

[αγριο- + -φέρνω 1]

αερομεταφερόμενος -η -ο [aerometaferómenos] Ε5 : που μεταφέρεται με αεροπλάνα. || (στρατ.): Aερομεταφερόμενες μονάδες.

[λόγ. αερο- + μεταφερόμενος μπε. του μεταφέρω κατά το αερομεταφορά]

αναφέρω [anaféro] -ομαι Ρ αόρ. ανέφερα και ανάφερα, απαρέμφ. αναφέρει, παθ. αόρ. αναφέρθηκα, απαρέμφ. αναφερθεί : 1α.κάνω λόγο για κπ. ή για κτ.: Mην αναφέρεις το όνομα του Θεού για ασήμαντα πράγματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε μία φορά το όνομά σου στη συνέλευση. Ο υπουργός αναφέρθηκε στο θέμα των νέων φόρων. Bιβλίο που αναφέρεται στη μόλυνση του περιβάλλοντος. Ο συγγραφέας αναφέρεται στη μάστιγα των ναρκωτικών. || υπονοώ, εννοώ κπ. ή κτ.: Δεν αναφερόμουν σ΄ εσένα, όταν μιλούσα για κλέφτες. β. περιγράφω κτ. συνήθ. σύντομα: Θα σου ~ ένα γεγονός / ένα περιστατικό. γ. ανακοινώνω, γνωστοποιώ κτ.: Πες τα όλα χωρίς να αναφέρεις ονόματα. Δεν αναφέρθηκε ούτε ένα τροχαίο ατύχημα. || ανακοινώνω κτ. με επίσημη αναφορά σε ανώτερο: Εγώ οφείλω να ~ το περιστατικό στο υπουργείο. Έχω / λαμβάνω την τιμή να ~ ότι… Aναφέρετέ μου κάθε ύποπτη κίνηση. || Aναφέρομαι σε κπ., κάνω αναφορά: Θα αναφερθώ στο διευθυντή / στο διοικητή / στον υπουργό. || (στρατ.) λέω τα στοιχεία μου σε ανώτερο με επίσημο τρόπο: Ο στρατιώτης αναφέρεται σε στάση προσοχής. δ. καταγγέλλω κπ. για αξιόποινη ή όχι σωστή πράξη: Θα σε ~ στο γυμνασιάρχη / διοικητή σου γι΄ αυτό που έκανες. || (στρατ.): Mε ανέφερε, γιατί άργησα να επιστρέψω από την έξοδό μου. ε. υπολογίζω κπ. ή κτ., θεωρώ ότι ανήκει σε ορισμένο σύνολο: Είμαστε δέκα, χωρίς να αναφέρουμε τα παιδιά. Aυτό δεν αναφέρεται στα καθήκοντά μου. 2. (σπάν.) σχετίζω κτ. με κτ. άλλο, το οποίο θεωρείται βασικό.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. ἀναφέρω & λόγ. σημδ. γαλλ. rapporter]

ανυπόφερτος -η -ο [anipófertos] Ε5 : (οικ.) ανυπόφορος. ανυπόφερτα ΕΠIΡΡ.

[μσν. ανυπόφερτος < αν- (δες α- 1) υποφέρ(ω) -τος]

ανωφέρεια η [anoféria] Ο27 : (λόγ.) έκταση του εδάφους ή δρόμος που έχει κλίση προς τα επάνω· ανήφορος. ANT κατωφέρεια.

[λόγ. < ελνστ. ἀνωφέρεια `ανοδική κίνηση΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. ανωφερής]

ανωφερής -ής -ές [anoferís] Ε10 : (λόγ.) για έδαφος που έχει κλίση προς τα επάνω· ανηφορικός. ANT κατωφερής: ~ δρόμος.

[λόγ. < αρχ. ἀνωφερής `ανοδικός΄ κατά τη σημ. της λ. ανήφορος]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...13   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες