Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *πειθ*
24 εγγραφές [1 - 10]
αντιπειθαρχικός -ή -ό [andipiθarxikós] Ε1 : που χαρακτηρίζεται από άρνηση ή παράβαση των κανόνων της πειθαρχίας: Aντιπειθαρχική συμπεριφορά / ενέργεια. Aντιπειθαρχικό κίνημα. αντιπειθαρχικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. αντι- + πειθαρχικός μτφρδ. γαλλ. insubordonné]

απειθάρχητος -η -ο [apiθárxitos] Ε5 : που δεν του έχουν επιβάλει ή που δεν μπορούν να του επιβάλουν πειθαρχία. ANT πειθαρχημένος: ~ στρατιώτης. || Aπειθάρχητο μυαλό, που δεν υποτάσσεται στους κανόνες της κοινής λογικής.

[λόγ. α- 1 πειθαρχη- (πειθαρχώ) -τος]

απειθαρχία η [apiθarxía] Ο25 : η έλλειψη πειθαρχίας, η ανυπακοή σε κάποια διαταγή: Στο στρατό η ~ τιμωρείται αυστηρά.

[λόγ. < αρχ. ἀπειθαρχία]

απείθαρχος -η -ο [apíθarxos] Ε5 : που συνήθ. απειθαρχεί. ANT πειθαρχικός: ~ χαρακτήρας. Aπείθαρχο πλάσμα.

[λόγ. απειθαρχ(ώ) -ος (αναδρ. σχημ.)]

απειθαρχώ [apiθarxó] Ρ10.9α : δεν πειθαρχώ σε κάποια διαταγή· αρνούμαι να εκτελέσω αυτό που με διέταξαν.

[λόγ. < αρχ. ἀπειθαρχῶ]

απείθεια η [apíθia] Ο27 : η ιδιότητα του απειθούς· η ανυπακοή σε, θεσμοθετημένους κυρίως, κανόνες πειθαρχίας. ANT ευπείθεια: ~ στους νόμους. || παράπτωμα υπαλλήλου.

[λόγ. < αρχ. ἀπείθεια]

απειθής -ής -ές [apiθís] Ε10 : (λόγ.) που δεν υπακούει σε, θεσμοθετημένους κυρίως, κανόνες πειθαρχίας.

[λόγ. < αρχ. ἀπειθής]

απειθώ [apiθó] Ρ10.9α : (λόγ.) δεν υπακούω σε, θεσμοθετημένους κυρίως, κανόνες πειθαρχίας.

[λόγ. < αρχ. ἀπειθῶ]

αυτοπειθαρχία η [aftopiθarxía] Ο25 : η πειθαρχία που επιβάλλει κάποιος στον εαυτό του, με τη δική του θέληση και όχι από κάποια εξωτερική ανάγκη ή πίεση.

[λόγ. αυτο- + πειθαρχία μτφρδ. αγγλ. self-discipline ή γαλλ. autodiscipline (auto- = αυτο-)]

αυτοπειθαρχούμαι [aftopiθarxúme] Ρ10.9β : επιβάλλω πειθαρχία στον εαυτό μου, πειθαρχώ σε κανόνες που μόνος μου έθεσα στον εαυτό μου.

[λόγ. αυτοπειθαρχ(ία) -ούμαι κατά το σχ.: πειθαρχία - πειθαρχούμαι]

< Προηγούμενο   [1] 2 3   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες