Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *ωτης*
93 εγγραφές [1 - 10]
-ιώτης [iótis] θηλ. -ιώτισσα [iótisa] & -ώτης [ótis] θηλ. -ώτισσα [ótisa] : επίθημα για το σχηματισμό: 1. πατριδωνυμικών ουσιαστικών παράγωγων από ονόματα περιοχών ή πόλεων· (πρβ. -ινός θηλ. -ινή, -αίος θηλ. -αία, -ιος θηλ. -ια): (Bόλος) Bολιώτης - Bολιώτισσα, (Σούλι) Σουλιώτης - Σουλιώτισσα, (Ήπειρος) Hπειρώτης - Hπειρώτισσα, (Ρούμελη) Ρουμελιώτης - Ρουμελιώτισσα, (Xαλκίδα) Xαλκιδιώτης - Xαλκιδιώτισσα. 2. επίθημα επωνύμων. 3. ουσιαστικών που δηλώνουν το πρόσωπο που ανήκει ή προέρχεται από αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη ή έχει τα χαρακτηριστικά και τις ιδιότητες που αυτή συνεπάγεται: (επαρχία) επαρχιώτης - επαρχιώτισσα, (θίασος) θιασώτης, (νησί) νησιώτης - νησιώτισσα, (πανηγύρι) πανηγυριώτης - πανηγυριώτισσα.

[-ώτης: αρχ. μετουσ. επίθημα -ώτης δηλωτικό ανθρώπου που βρίσκεται μέσα σε κάποιο χώρο, και επίσης πατριδων.: αρχ. δεσμ-ώτης (< δεσμ-ός), Ἠπειρ-ώτης (< Ἤπειρ-ος), στρατι-ώτης (< στρατ-ιά), Σικελι-ώτης (< Σικελ-ία)· -ιώτης: ελνστ. -ιώτης (< αρχ. -ώτης σε λ. που το θέμα τους έληγε σε -ι-, π.χ. αρχ. στρατι-ώτης, Σικελι-ώτης): ελνστ. Παρπαρ-ιώτης (< Πάρπαρ-ος `βουνό στην Aργολίδα΄)· -ιώτ(ης), -ώτ(ης) -ισσα]

-τής [tís] & -της [tis] & -ητής [itís] ή -ήτης [ítis] & -ωτής [otís] & -στής [stís] ή -στης [stis] & -ιστής 2 [istís] & -κτής [ktís] ή -κτης [ktis] & -πτης [ptis] & -φτης [ftis] & -χτής [xtís] ή -χτης [xtis] ανάλογα με το χαρακτήρα του αοριστικού θέματος του ρήματος από το οποίο παράγεται, θηλ. κυρίως -τρια*, τρα 1* στις περιπτώσεις που σχηματίζεται : επίθημα για το σχηματισμό αρσενικών ουσιαστικών παράγωγων συνήθ. από ρήματα· δηλώνει: I1. γενικά το πρόσωπο που ενεργεί, που κάνει αυτό που εκφράζει η πρωτότυ πη λέξη: (κρίνω) κριτής, (ανιχνεύω) ανιχνευτής· (διώκω) διώκτης· (κατη χώ) κατηχητής, (συνομιλώ) συνομιλητής, (υποκινώ) υποκινητής, (φοιτώ) φοιτητής· (κυβερνώ) κυβερνήτης· (διαδηλώνω) διαδηλωτής, (διοργανώνω) διοργανωτής, (ελευθερώνω) ελευθερωτής, (θεμελιώνω) θεμελιωτής, (καταναλώνω) καταναλωτής· (εξετάζω) εξεταστής· (ψήνω) ψήστης· (ρυθμίζω) ρυθμιστής· (υποστηρίζω) υποστηρικτής· (παίζω) παίκτης· (κόβω) κόπτης· (κλέβω) κλέφτης· (βουτώ) βουτηχτής· (σφάζω) σφάχτης. 2. ειδικότερα δηλώνει πρόσωπο με επάγγελμα ή ιδιότητα σχετικά με αυτό που εκφράζει η πρωτότυπη λέξη: (διακοσμώ) διακοσμητής, (μεταφράζω) μεταφραστής, (εκφωνώ) εκφωνητής, (προπονώ) προπονητής, (πωλώ) πωλητής· (οραματίζομαι) οραματιστής, (συνδικαλίζομαι) συνδικαλιστής· (συντάσσω) συντάκτης, (χαράζω) χαράκτης, (χτίζω) χτίστης. II. όργανο, εργαλείο, συσκευή, αντικείμενο κτλ. κατάλληλο για την εργασία που εκφράζει ή συνεπάγεται η πρωτότυπη λέξη: (δείχνω) δείκτης, (μετασχηματίζω) μετασχηματιστής, (μετρώ) μετρητής, (εκτυπώνω) εκτυπωτής, (πλά θω) πλάστης, (τρίβω) τρίφτης, (στύβω) στύφτης, (φράζω) φράχτης.

[αρχ. & λόγ. < αρχ., κοινό μεταρ. επίθημα -της, -τής παραγωγικό δραστικών ουσ.: αρχ. κρι-τής, κυβερνή-της, μισθω-τής, πολεμισ-τής (πολεμίζω < πόλεμος), ελνστ. χαράκ-της (χαράσσω), αρχ. κλέπ-της (κλέπτω), σπάν. μετον.: αρχ. τοξό-της, και σε υποκατάσταση του επιθήματος -τήρ: αρχ. τρυγη-τήρ > ελνστ. τρυγη-τής· -φτης: ανομ. τρόπου άρθρ. [pt > ft] · -χτής: ανομ. τρόπου άρθρ. [kt > xt] ]

Aιγυπτιώτης ο [ejiptiótis] Ο10 θηλ. Aιγυπτιώτισσα [ejiptiótisa] Ο27 : Έλληνας ομογενής από την Aίγυπτο: Aποζημίωση / αποκατάσταση των Aιγυπτιωτών.

[λόγ. Aίγυπτ(ος) -ιώτης· λόγ. Aιγυπτιώτ(ης) -ισσα]

αναμισθωτής ο [anamisθotís] Ο7 θηλ. αναμισθώτρια [anamisθótria] Ο27 : (νομ.) αυτός που ανανεώνει μια μίσθωση ακινήτου.

[λόγ. αναμισθω- (δες αναμισθώνω) -τής· λόγ. αναμισθω(τής) -τρια]

αναμορφωτής ο [anamorfotís] Ο7 θηλ. αναμορφώτρια [anamorfótria] Ο27 : αυτός που αναμορφώνει κτ. ή κπ., συνήθ. για θρησκευτικό ή για πολιτικό ηγέτη του οποίου η διδασκαλία ή το έργο επηρέασε αποφασιστικά την κοινωνία της εποχής του ή, ευρύτερα, την ανθρωπότητα.

[λόγ. αναμορφω- (δες αναμορφώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. réformateur (πρβ. το σπάν. μσν. αναμορφωτής `που δίνει νέα μορφή΄)· λόγ. αναμορφω(τής) -τρια]

ανανεωτής ο [ananeotís] Ο7 θηλ. ανανεώτρια [ananeótria] Ο27 : αυτός που ανανεώνει ένα θεσμό ή μια ιδεολογία, αυτός που εκσυγχρονίζει κτ.

[λόγ. ανανεω- (δες ανανεώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. rénovateur (διαφ. το σπάν. ελνστ. ἀνανεωτής `που ξαναχτίζει΄)· λόγ. ανανεω(τής) -τρια]

αναπληρωτής ο [anaplirotís] Ο7 θηλ. αναπληρώτρια [anaplirótria] Ο27 : 1.αυτός που αναπληρώνει κπ. στην εργασία του ή γενικά στα καθήκοντά του: Aν λείπει ο διευθυντής, ζητήστε τον αναπληρωτή του. || (ως επίθ., ως ονομασία, ιδίως αξιωματούχων): ~ υπουργός / πρόεδρος / καθηγητής μέσης εκπαίδευσης. 2. βαθμίδα της πανεπιστημιακής ιεραρχίας ανάμεσα στον επίκουρο καθηγητή και στον καθηγητή πρώτης βαθμίδας. || (ως επίθ.): ~ καθηγητής.

[λόγ. αναπληρω- (δες αναπληρώνω) -τής μτφρδ. γαλλ. suppléant· λόγ. αναπληρω(τής) -τρια]

αναστηλωτής ο [anastilotís] Ο7 θηλ. αναστηλώτρια [anastilótria] Ο27 : αυτός που πραγματοποιεί αναστήλωση.

[λόγ. αναστηλω- (δες αναστηλώνω) -τής· αναστηλω(τής) -τρια]

ανορθωτής 1 ο [anorθotís] Ο7 θηλ. ανορθώτρια [anorθótria] Ο27 : αυτός που ανορθώνει: Επίδοξοι ανορθωτές της οικονομίας.

[λόγ. < ελνστ. ἀνορθωτής· λόγ. ανορθω(τής) -τρια]

ανορθωτής 2 ο : (ηλεκτρολ.) συσκευή που χρησιμεύει για τη μετατροπή του εναλλασσόμενου ηλεκτρικού ρεύματος σε συνεχές.

[λόγ. < ανορθωτής 1 σημδ. γαλλ. redresseur]

< Προηγούμενο   [1] 2 3 4 5 ...10   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες