Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: *στρεφησ*
3 εγγραφές [1 - 3]
ενδοστρεφής -ής -ές [enδostrefís] Ε10 : (ψυχ.) που χαρακτηρίζεται από ενδοστρέφεια· εσωστρεφής. ANT εξωστρεφής: ~ ανθρώπινος τύπος / χαρακτήρας. Ενδοστρεφείς τάσεις.

[λόγ. ενδο- + στρέφ(ω) -ής μτφρδ. γερμ. introvertiert]

εξωστρεφής -ής -ές [eksostrefís] Ε10 : (ψυχ., ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εξωστρέφεια. ANT εσωστρεφής: Ο ~ άνθρωπος / τύπος / χαρακτήρας. Εξωστρεφείς τάσεις.

[λόγ. εξω- + στρέφ(ω) -ής μτφρδ. γερμ. extravertiert]

εσωστρεφής -ής -ές [esostrefís] Ε10 : (ψυχ., ιδ. για πρόσ.) που χαρακτηρίζεται από εσωστρέφεια· ενδοστρεφής. ANT εξωστρεφής: ~ ανθρώπινος τύπος / χαρακτήρας. Εσωστρεφείς τάσεις.

[λόγ. εσω- + στρέφ(ω) -ής μτφρδ. γερμ. introvertiert]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες