Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
41 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- -ποιία [piía] : β' συνθετικό σε σύνθετα αφηρημένα θηλυκά ουσιαστικά· δηλώνει συνήθ.: 1. οργανωμένη παραγωγή σε επίπεδο οικοτεχνίας, βιοτεχνίας κτλ. με αντικείμενο παραγωγής αυτό που εκφράζει το α' συνθετικό: αλευρο~, αρτο~, ασβεστο~, κονσερβο~, χαρτο~. || σε σύνθεση αποκλειστικά με λόγιο α' συνθετικό στις περιπτώσεις που υπάρχει αντίστοιχο μη λόγιο: κηρο~, κτενο~, κυτιο~, σαπωνο~, ταπητο~, ωρολογο~. 2. σύνολο γνώσεων ή τη γενικότερη αντίληψη και τεχνική που αφορούν τη δημιουργία ή την κατασκευή αυτού που εκφράζει το α' συνθετικό: δραματο~, μελο~, μυθο~· γεφυρο~, οδο~.
[λόγ. < αρχ. -ποιΐα (< ποιῶ) ως β' συνθ.: αρχ. μελο-ποιΐα, ελνστ. φαρμακο-ποιΐα `παρασκευή φαρμάκων΄]
- αγαθοποιία η [aγaθopiía] Ο25 : αγαθοεργία.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαθοποιΐα]
- αγαλματοποιία η [aγalmatopiía] Ο25 : η τέχνη της κατασκευής αγαλμάτων: Περίφημοι τεχνίτες στην ~ και στο δούλεμα των μετάλλων.
[λόγ. < ελνστ. ἀγαλματοποιΐα]
- αδελφοποιία η [aδelfopiía] Ο25 : αδελφοποίηση.
[λόγ. αδελφο- + -ποιία]
- αλευροποιία η [alevropiía] Ο25 : 1.η παραγωγή αλεύρων. 2. βιομηχανία παραγωγής αλεύρων.
[λόγ. < μσν. αλευροποιία < αλευρο- + -ποιία]
- αλλαντοποιία η [alandopiía] Ο25 : α.η τέχνη της παρασκευής αλλαντικών. β. βιομηχανία ή βιοτεχνία αλλαντικών.
[λόγ. άλλαντ(α) -ο- + -ποιία]
- αμαξοποιία η [amaksopiía] Ο25 : κατασκευή: α. αμαξών ή κάρων. β. αμαξωμάτων.
[λόγ. άμαξ(α) -ο- + -ποιία]
- ανδριαντοποιία η [anδriandopiía] Ο25 : γλυπτική ανδριάντων.
[λόγ. < αρχ. ἀνδριαντοποιία]
- ανθρακοποιία η [anθrakopiía] Ο25 : η μετατροπή και η τέχνη της μετατροπής του ξύλου σε ξυλάνθρακα με καύση σε καμίνι.
[λόγ. < ελνστ. ἀνθρακοποιΐα]
- αρτοποιία η [artopiía] Ο25 : 1.η παρασκευή ψωμιού: Mηχανήματα αρτοποιίας. 2. το αρτοποιείο.
[λόγ. < αρχ. ἀρτοποιΐα]