Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ἔννομος
1 εγγραφή
έννομος -η -ο [énomos] Ε5 : που είναι σύμφωνος με το νόμο, που καθορίζεται από το νόμο· (πρβ. νόμιμος). ANT έκνομος: Έννομη τάξη. Έννο μο συμφέρον. εννόμως ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. ἔννομος, ἐννόμως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες