Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όφελος το [ófelos] Ο47 : ωφέλεια, κέρδος για κπ. ANT βλάβη: Εγώ δεν έχω κανένα ~ από αυτή τη δουλειά· γιατί λοιπόν να σας βοηθήσω; Οικονομικά / αντισταθμιστικά οφέλη. Ποιο το ~ ή τι το ~;, σε τι ωφελεί; Ποιο το ~ από ένα βιβλίο που κανείς δεν πρόκειται να το διαβάσει; Προς ~ κάποιου, έτσι που αυτός να ωφελείται, να κερδίζει, να επωφελείται: H απεργία δεν έγινε προς ~ των εργατών.
[αρχ. ὄφελος]