Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όρυζα η [óriza] Ο27 λόγ. γεν. και ορύζης : (λόγ.) το ρύζι: Άνθος ορύζης, καλής ποιότητας αλεύρι από ρύζι. ΦΡ βράσε ~, σε περιπτώσεις ανεπανόρθωτης ατυχίας ή για δήλωση αδιαφορίας· ΣYN ΦΡ βράσε ρύζι.
[λόγ. < ελνστ. ὄρυζα ανατολ. προέλ.]