Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όραση
1 εγγραφή
όραση η [órasi] Ο33 : 1α. αίσθηση κατά την οποία τα φωτεινά σήματα του εξωτερικού κόσμου προκαλούν μέσο του ματιού ειδικά ερεθίσματα, βάσει των οποίων δημιουργούνται στη συνείδηση οι αντίστοιχες παραστάσεις: Aισθητήριο της όρασης, το μάτι. β. η λειτουργία της όρασης καθώς και ο τρόπος με τον οποίο βλέπουμε: Kαλή / κακή ~. Διαταραχές / ανωμαλίες της όρασης. Xάνω την όραση μου, τυφλώνομαι. Ο αετός, πουλί με πολύ ισχυρή ~. 2. (μτφ., σπάν.) τρόπος παρατήρησης ή γενικά έρευνας· θεώρηση: Πολιτική / επιστημονική ~. Εσωτερική ~, ενδοσκόπηση.

[λόγ. < αρχ. ὅρα(σις) `η ενέργεια του κοιτάγματος΄ -ση σημδ. γαλλ. vue, vision]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες