Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όξινος -η -ο [óksinos] Ε5 : 1. (λόγ.) ξινός: Όξινη γεύση. 2. (χημ.) α. που έχει σχέση με τα οξέα: Όξινες ιδιότητες. Όξινη αντίδραση, που αποδεικνύει την ύπαρξη οξέος. β. που περιέχει οξύ: Όξινο διάλυμα. Όξινα άλα τα. Όξινη βροχή, που περιέχει σχετικά υψηλές ποσότητες νιτρικού και θειικού οξέος.
[λόγ. < ελνστ. ὄξινος (σύγκρ. ξίδι)]