Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
63 εγγραφές [1 - 10] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- όλο 1 [ólo] επίρρ. : 1. χρονικό, για κτ. που επανειλημμένα επαναλαμβάνεται και που τελικά συνιστά μόνιμο χαρακτηριστικό στοιχείο· συνεχώς, συνέχεια, πάντα: ~ χαρούμενος / γελαστός / πρόθυμος / βιαστικός. ~ γελάει. ~ βρίζει / κοιμάται / διαβάζει. Tι θα γίνει ~ θα ψηλώνεις; ~ λάθη κάνει / γκρινιάζει / παραπονιέται, ολοένα. ~ κάτι έχει να μας πει. ~ δουλειές / διάβασμα βαρέθηκα! 2. (συνήθ. με το και) με επιτατική λειτουργία, για να προσδιορίσει κτ. που συνεχώς, βαθμηδόν αυξάνεται, μεγαλώνει· ολοένα και. α. με επίθετο ή επίρρημα συγκριτικού βαθμού: ~ και περισσότεροι / πιο πολλοί μαθητές, συνέχεια αυξάνεται ο αριθμός τους. ~ και ψηλότερα, συνεχώς και πιο ψηλά. ~ και πιο έντονα. ~ και πιο συχνά. (έκφρ.) ~ και κάτι: ~ και κάτι έχει να προσθέσει, πάντοτε έχει να προσθέσει κτ. β. με ρήμα εξακολουθητικού χρόνου· συνεχώς, ολοένα και, όσο πάει και: H βροχή ~ και δυναμώνει, όσο πάει και δυναμώνει, συνεχώς.
[αρχ. ὅλον `τελείως΄ (< επίθ. ὅλος) (η σημερ. σημ. μσν.)]
- όλο 2 επιφ. : συνήθ. παρατεταμένο [óloo
] δηλώνει επιδοκιμασία, ενθουσιασμό, μεγάλη ικανοποίηση κτλ. και συχνά συνοδεύεται από χειροκρότημα: Nικήσαμε ~!, μπράβο, ζήτω. || (παρωχ.) επιφώνημα του κοινού μετά το τέλος μιας θεατρικής ή άλλης παράστασης με το οποίο ζητά κάποια συνέχεια, επανάληψη κτλ.
[ουδ. της αντων. όλος]
- ολο- [olo] & ολό- [oló], όταν κατά τη σύνθεση ο τόνος ανεβαίνει στο α' συνθετικό & ολ- [ol], συνήθ. σε παλαιότερη σύνθεση, όταν το β' συνθετικό άρχιζε από φωνήεν : α' συνθετικό: I. σε σύνθετα επίθετα και τα παράγωγά τους· συνήθ.: 1. επιτείνει την ιδιότητα που εκφράζει το επίθετο που υπάρχει ως β' συνθετικό, σχηματίζοντας με σύνθετη λέξη τον υπερθετικό βαθμό του· (πρβ. θεο-, κατα-): ολόγυμνος, ~ζώντανος, ολόισιος, ~καίνουριος, τελείως γυμνός, πάρα πολύ ζωντανός, ίσιος κτλ. 2. δηλώνει ότι το προσδιοριζόμενο: α. χαρακτηρίζεται από την ύπαρξη αποκλειστικά του χρώματος που εκφράζει το β' συνθετικό· (πρβ. κατα-): ~κόκκινος, ολόλευκος, ~πράσινος. β. χαρακτηρίζεται, αποτελείται ή είναι φτιαγμένο αποκλειστικά και μόνο από το υλικό που εκφράζει το β' συνθετικό: ολάργυρος, ολόμαλλος, ~μέταξος, ολόχρυσος. γ. αναφέρεται σε ολόκληρη την έννοια του β' συνθετικού, αφορά ή καλύπτει το σύνολο, όλη την επιφάνεια αυτού που εκφράζει το β' συνθετικό: ~σέλιδος, ολόσωμος. || (χρονικά): ~ήμερος, ~νύκτιος· ολημερίς, ~νυχτίς. II. σε σύνθετους επιστημονικούς όρους: ~ζωικός, ολόκαινος· ~ένζυμο, ~παράσιτο, ~μόρφωση.
[I1: ελνστ. ὁλ(ο)- θ. του αρχ. επιθ. ὅλο(ς) ως α' συνθ.: ελνστ. ὁλό-χαλκος, ὁλ-άργυρος· I2: & λόγ. < ελνστ. ὁλο-· II: λόγ. < διεθ. holo- < ελνστ. ὁλο-: ολό-καινος, ολο-παράσιτο < holo- + -cene, holo- + -parasite]
- ολόασπρος -η -ο [olóaspros] Ε5 : κάτασπρος, κατάλευκος: Ολόασπρα σεντόνια.
[ολο- + άσπρος]
- ολόγιομος -η -ο [olójomos] & ολόγεμος -η -ο [olójemos] Ε5 : (λογοτ.) που είναι εντελώς γεμάτος: Ολόγιομο ποτήρι. Tο ολόγιομο φεγγάρι, η πανσέληνος.
[-γεμ-: μσν. ολόγεμος < ολο- + αρχ. γέμ(ω) `γεμίζω΄ -ος ή ολο- + γέμος το < γεμ(ίζω) -ος (αναδρ. σχημ.)· -γιομ-: [e > o] από επίδρ. του χειλ. [m] ]
- ολόγλυφος -η -ο [olóγlifos] Ε5 : (για γλυπτό) που είναι δουλεμένος σε όλες του τις πλευρές· (πρβ. ανάγλυφος).
[λόγ. ολο- + αρχ. γλύφ(ω) `σμιλεύω΄ -ος κατά το ανάγλυφος]
- ολόγραμμα το [olóγrama] Ο49 : συγκεκριμένο είδος φωτογραφίας που γίνεται με την τεχνική της ολογραφίας και προκαλεί την εντύπωση τρισδιάστατης εικόνας.
[λόγ. < γαλλ. hologramme < holo- = ολο- + -gramme < αρχ. γράμμα]
- ολογραφία η [oloγrafía] Ο25 : τεχνική ανάγλυφης φωτογράφισης, η οποία στηρίζεται στη χρήση της αλληλεπίδρασης ακτίνων λέιζερ και παρουσιάζει το αντικείμενο σε τρεις διαστάσεις.
[λόγ. < γαλλ. holographie < holo- = ολο- + (photo)graphie = (φωτο)γραφία (διαφ. το ελνστ. ὁλογραφία `χειρόγραφη διαθήκη΄)]
- ολογράφως [oloγráfos] επίρρ. : (για γραφή λέξης, φράσης κτλ.) με όλα τα γράμματα, με ολόκληρες λέξεις και όχι με συντμήσεις ή με αριθμούς: Nα υπογράψεις ~, όχι με μονογραφή. Tα χρηματικά ποσά να γράφονται αριθμητικώς και ~.
[λόγ. < ελνστ. επίθ. ὁλόγραφ(ος) `γραμμένος πλήρως΄ -ως (πρβ. ελνστ. ὁλογράφως `με τον ίδιο γραφικό χαρακτήρα΄)]
- ολόγυμνος -η -ο [olójimnos] Ε5 : που είναι τελείως γυμνός· θεόγυμνος.
[ελνστ. ὁλόγυμνος]