Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όλεθρος
1 εγγραφή
όλεθρος ο [óleθros] Ο19 : (λόγ.) πολύ μεγάλη καταστροφή ή βλάβη, αφανισμός: Οι βομβαρδισμοί έσπειραν τον όλεθρο και την καταστροφή.

[λόγ. < αρχ. ὄλεθρος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες