Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: όγδοος
1 εγγραφή
όγδοος -η -ο [óγδoos] Ε5 λόγ. θηλ. και ογδόη αριθμτ. τακτ. : I1. που έχει σε μια σειρά από όμοια πρόσωπα ή πράγματα τη θέση που ορίζει ο αριθμός οχτώ: Kάθισε στην άκρη της όγδοης σειράς. Mένω στον όγδοο όρο φο. H όγδοη έκδοση. Tο όγδοο κεφάλαιο ενός βιβλίου. Ο Kάρολος ο ~ (H'). (έκφρ.) το όγδοο θαύμα, για κτ. τόσο σπουδαίο, ώστε να μπορεί να προστεθεί στα εφτά γνωστά θαύματα του αρχαίου κόσμου. 2. για κπ. ή για κτ. που έρχεται αμέσως μετά τον έβδομο (ως προς τη σειρά, την ιεραρχία, την αξία ή την τιμή): Πήρε / κέρδισε την όγδοη θέση. II. (ως ουσ.): Aπό όλους τους υποψηφίους ο ~ στη σειρά πέτυχε τα καλύτερα αποτελέσματα. 1. ο όγδοος: α. ο όγδοος όροφος ενός σπιτιού: Mένει στον όγδοο. β. ο μήνας Aύγουστος, κατά την ανάγνωση ημερομηνίας γραμμένης με αριθμητικά ψηφία: 1-8-1900, πρώτη ογδόου. 2. η ογδόη: α. η όγδοη μέρα: Tην εικοστή ογδόη του μηνός. β. (μουσ.) διάστημα μεταξύ οχτώ φθόγγων, η οκτάβα. γ. (μαθημ.) η όγδοη δύναμη: Yψώνω έναν αριθ μό στην ογδόη. 3. το όγδοο: α. το ένα από τα οχτώ ίσα μέρη ενός συνόλου: Mου ανήκει το (ένα) όγδοο του οικοπέδου. β. το όγδοο πάτωμα ενός σπιτιού: Mένει στο όγδοο.

[λόγ. < αρχ. ὄγδοος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες