Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψωνιστήρι
1 εγγραφή
ψωνιστήρι το [psonistíri] Ο44 : (λαϊκ.) αναζήτηση πελάτη για εφήμερη ερωτική σχέση επί πληρωμή.

[ψωνισ- (ψωνίζω) -τήρι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες