Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: ψηφιδωτό
1 εγγραφή
ψηφιδωτός -ή -ό [psifiδotós] Ε1 : α.(για παράσταση, σχέδιο κτλ.) που τον έχουν φτιάξει με πολύ μικρές χρωματιστές πέτρες (ψηφίδες) κατάλληλα τοποθετημένες και συγκολλημένες επάνω σε μια επιφάνεια: Ψηφιδωτή εικόνα / διακόσμηση. Ο ~ διάκοσμος ενός βυζαντινού ναού. || που έχει ψηφιδωτή διακόσμηση: Ψηφιδωτό δάπεδο. β. (ως ουσ.) το ψηφιδωτό, ψηφιδωτή παράσταση, εικόνα, σχέδιο κτλ.· (πρβ. μωσαϊκό): Ρωμαϊκό / παλαιοχριστιανικό / βυζαντινό ψηφιδωτό. Θαυμάσιο / πολύτιμο ψηφιδωτό.

[λόγ. ψηφιδ- (δες ψηφίδα) -ωτός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες