Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χόβολη
1 εγγραφή
χόβολη η [xóvoli] Ο32 : η ζεστή στάχτη που διατηρεί ακόμη μικρά κομμάτια από αναμμένα κάρβουνα: Ψήνει κάστανα / ζεσταίνει τα χέρια του στη ~.

[μσν. χοβόλη < (;)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες