Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρυσάφι
3 εγγραφές [1 - 3]
χρυσαφής -ιά -ί [xrisafís] Ε8 & χρυσαφί [xrisafí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του χρυσού: Xρυσαφιά κλωστή. Xρυσαφιές / χρυσαφί κουρτίνες. Στη δύση του ο ήλιος γίνεται ~. || (ως ουσ.) το χρυσαφί, το χρυσαφί χρώ μα.

[χρυσάφ(ι) -ής· χρυσάφ(ι) -ί 4]

χρυσάφι το [xrisáfi] Ο44 : 1.το μέταλλο χρυσός: Tα κοσμήματα είναι από καθαρό ~. Έχει μαλλιά ξανθά σαν ~. Είναι ντυμένος στο ~, φορά πολυτελή ρούχα και κοσμήματα. ΦΡ ~ πιάνει, χώμα γίνεται, για κπ. που και με την πιο κερδοφόρα επιχείρηση αν ασχοληθεί, καταστρέφεται οικονομικά. ANT ΦΡ χώμα* πιάνει, ~ γίνεται. 2. τα πλούτη: Ο σκοπός της ζωής του είναι να μαζεύει ~. Δε θ΄ άλλαζε την ελευθερία του για το ~ όλου του κόσμου. 3. (μτφ.) κτ. που θεωρούμε πολύτιμο: ~ είναι τα λόγια του. (προσφών.) ~ μου!, χρυσέ μου!

[μσν. χρυσάφι(ν) < ελνστ. χρυσάφιον υποκορ. του αρχ. χρυσός]

χρυσαφικό το [xrisafikó] Ο38 (συνήθ. πληθ.) : κόσμημα από χρυσό. || (ειρ.) για πολλά και φανταχτερά κοσμήματα: Tο τι ~ φορούσε δε λέγεται.

[χρυσάφ(ι) -ικό, ουδ. του -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες