Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: χρονιά
6 εγγραφές [1 - 6]
χρονιά η [xroná] Ο24 : 1.διάστημα ενός έτους· χρόνος: H περσινή / φετινή ~. Έχει να χιονίσει δύο χρονιές. Aγόρασε το λάδι / το βούτυρο της χρονιάς, για ολόκληρο το χρόνο. (έκφρ.) …της χρονιάς, για κπ. ή για κτ. που διακρίθηκε σε κάποια συγκεκριμένη χρονιά: Ο άνθρωπος / το έργο / το γεγονός της χρονιάς. (ευχή στην αρχή του χρόνου) καλή ~! ΦΡ έφαγε (το ξύλο) της χρονιάς του, τον έδειραν πολύ. άκουσε της χρονιάς του, τον έβρισαν, τον μάλωσαν πολύ. 2. διδακτικό έτος, χρόνος: Έχασε / κέρδισε μια ~ στο σχολείο / στο πανεπιστήμιο.

[χρόν(ος) -ιά (ίσως μσν. *χρονέα) (διαφ. το αρχ. χρονία `καθυστέρηση΄)]

χρονιάζω [xronázo] Ρ2.1α : χρονίζω1.

[χρόν(ος)4 -ιάζω]

χρονιάρης -α -ικο [xronáris] Ε9 : (οικ.) 1. που έχει ηλικία ενός έτους: Στη φωτογραφία ο Γιάννης είναι ~. Xρονιάρικο παιδί / αρνί. 2. χρονιάρα μέ ρα, η μέρα μεγάλης γιορτής, συνήθ. θρησκευτικής, που τη γιορτάζουν μια φορά το χρόνο: Mη δουλεύεις χρονιάρα μέρα. Όλη η οικογένεια συγκεντρώνεται τις χρονιάρες μέρες.

[μσν. *χρονιάρης (πρβ. μσν. χρονιάρικος) < χρόν(ος)4 -ιάρης]

χρονιάρικος -η -ο [xronárikos] Ε5 : (οικ.) 1. που έχει ηλικία ενός έτους· χρονιάρης. 2. που έχει διάρκεια ενός έτους.

[μσν. χρονιάρικος < χρονιάρ(ης) -ικος]

χρονιάτικος -η -ο [xronátikos] Ε5 : (λαϊκότρ.) που γίνεται κάθε χρόνο ή που αναφέρεται σε ολόκληρο το χρόνο. || (ως ουσ.) το χρονιάτικο, αμοιβή ενός χρόνου.

[χρόν(ος)4 -ιάτικος]

χρόνιος -α -ο [xrónios] Ε6 λόγ. θηλ. και χρονία : α.για δυσάρεστη κατάσταση που διαρκεί πολύ, που υπάρχει από πολύ χρόνο: H κρίση της οικονομίας είναι χρόνια. H ανεργία είναι ένα χρόνιο, σχεδόν μόνιμο πρόβλημα του τόπου. β. για ασθένεια που έχει βραδεία εξέλιξη, διαρκεί χρόνια και παρουσιάζει υφέσεις και εξάρσεις. ANT οξύς: Xρόνια αρθρίτιδα / σκωληκοειδίτιδα. χρόνια ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. χρόνιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες